- πασχικός
- -ή, -όν, Αεπιληπτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασχ- τού πάσχω + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασχικός — one possessed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek